- κερκίδιον
- κερκίδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερκίδιον — κερκίδιον, τὸ (ΑΜ) (υποκορ. τού κερκίς) μικρή κερκίδα, μικρή σαΐτα υφαντικής … Dictionary of Greek
Parkinsonia florida — Blühende Parkinsonia florida Systematik Eurosiden I Ordnung: Schmetterlingsblütenartige (Fa … Deutsch Wikipedia
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek